υπόχρεος

υπόχρεος
-η, -ο / ὑπόχρεος, -ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, -ων, Α
νεοελλ.
1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι
2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες»)
3. (νομ.) αυτός που υπέχει προς το δημόσιο ή προς δήμο ή κοινότητα ή σε ειδικό ταμείο υποχρέωση είτε σε πληρωμή βεβαιωμένου φόρου είτε σε φόρο που δεν έχει ακόμη καθοριστεί
αρχ.
1. αυτός που έχει οικονομικά χρέη, χρεωμένος
2. (για περιουσία) επιβαρυμένος με χρέος («υπόχρεων πεποιηκέναι τὴν ούσίαν», Πολ.)
3. αυτός που χρωστά σε κάποιον («δῆμος ἦν ὑπόχρεως τῶν πλουσίων», Πλούτ.)
4. (με δοτ.) υπόλογος («πάλιν ὁ δῆμος ὑπόχρεως τῇ συγκλήτῳ», Πολ.)
5. μτφ. υποχρεωμένος, δεσμευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -χρεος / -χρεως (< χρεῖος / χρέος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεος /-χρεως, ὑπέρ-χρεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόχρεος — indebted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόχρεος — η, ο 1. αυτός που έχει χρέος, που οφείλει να πράξει κάτι: Είμαι υπόχρεος να πληρώσω. 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόχρεον — ὑπόχρεος indebted masc/fem acc sg ὑπόχρεος indebted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρέου — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρέους — ὑπόχρεος indebted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρέων — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρέῳ — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut dat sg ὑπόχρεως indebted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχρεοι — ὑπόχρεος indebted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • ανυπόχρεος — ον κ. χρεως, χρεων 1. αυτός που δεν έχει υποχρέωση, που δεν χρωστάει χάρη σε κάποιον 2. όποιος δεν έχει οικονομικές υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπόχρεος. Η λ. μαρτυρείται στον Διομήδη Κυριάκο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”